πούθε

πούθε
επίρρ. τοπ. - ερωτ., από πού, από ποιο μέρος: Ξένε μου, πούθε έρχεσαι, ξένε μου πού πηγαίνεις; (δημ. τραγ.)

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πούθε — Ν (τοπ. επίρρ.) 1. από ποιο μέρος, από πού («πούθε ήρθες;») 2. φρ. «πούθε βαστάει η σκούφια του» από πού κατάγεται, τί είδους άνθρωπος είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πόθεν, με επίδραση τού ερωτηματικού ποῦ] …   Dictionary of Greek

  • πουθενά — Ν (τοπ. επίρρ.) σε κανένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούθε (< πόθεν) κατά τα εδω νά, εκει νά. Κατ άλλη άποψη, ο τ. πουθενά προήλθε (με καταβιβασμό τού τόνου κατά τα εδω νά, εκει νά) από έναν τ. πουθενά, ο οποίος έχει σχηματισθεί από το παλαιό… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — και κρατάω κράτησα, κρατήθηκα, κρατημένος 1. βαστάζω, πιάνω κάτι. 2. αντέχω, βαστώ. 3. κατάγομαι: Δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του. 4. κατακρατώ: Μου κρατήσανε ένα μισθό. 5. εμποδίζω, συγκρατώ: Μη μας κρατάς, γιατί βιαζόμαστε. 6. κατέχω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”